Κόνσταμπλ, Τζον

Κόνσταμπλ, Τζον
(John Constable, Ιστ Μπέργκχολτ, Σόφολκ 1776 – Λονδίνο 1837). Άγγλος ζωγράφος. Σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου. Σταδιακά εγκατέλειψε την παραδοσιακή συμβατικότητα και έφτασε σε μια αξιόλογη λυρική ένταση στη σειρά των σπουδών που ζωγράφισε με λάδι (1802), έχοντας την πρόθεση να τα αξιοποιήσει, για να φιλοτεχνήσει περισσότερο επεξεργασμένους πίνακες. Στην πρώτη καλλιτεχνική του περίοδο ανήκουν τα έργα Θέα ανάμεσα από τις λίμνες (1806) και Malvern Hall (1808). Ο Κ. ενδιαφέρθηκε κυρίως για τις εντυπώσεις που προκαλεί το φως του ήλιου κατά τη διάρκεια του λυκόφωτος ή σε ορισμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες, τις οποίες απέδωσε με μικρές πινελιές, πλατύτερες λευκές επιφάνειες και επιθέσεις μεγάλης ποσότητας ζωηρών χρωμάτων. Όταν εγκαταστάθηκε στο Χάμπστεντ, συνοικία στη βόρεια περιοχή του Λονδίνου, δημιούργησε πολλές σπουδές, στην πίσω όψη των οποίων σημείωνε τακτικά την ημερομηνία, την ώρα και τις καιρικές συνθήκες. Ο Κ., ο οποίος δεν ενδιαφερόταν για τα ιστορικά, θρησκευτικά και μυθολογικά θέματα που συνηθίζονταν στην εποχή του, θεωρείται ο πρώτος ζωγράφος που εργάστηκε αποκλειστικά στην ύπαιθρο. Άλλωστε με αυτόν σηματοδοτείται ουσιαστικά η νέα αντίληψη της ζωγραφικής της υπαίθρου. Το Κάρο με το σανό, η Άποψη της Στόουρ και το Κανάλι στην Αγγλία εκτέθηκαν στο Παρίσι (Σαλόν, 1828) και άσκησαν έντονη επίδραση στους ζωγράφους του γαλλικού ρομαντισμού (Ζερικό, Ντελακρουά). Το έργο του Κ. επέδρασε άμεσα και στον Κορό, στους ζωγράφους της σχολής της Μπαρμπιζόν, στον Πισαρό και έμμεσα σε άλλους ιμπρεσιονιστές. Στην Αγγλία τα έργα του Κ. αναγνωρίστηκαν στα τέλη του 19ου αι., όταν στη Γαλλία απολάμβαναν ήδη βαθιάς εκτίμησης. «Το κάρο με το σανό» (1821), ο περίφημος πίνακας του Άγγλου ζωγράφου Τζον Κόνσταμπλ (Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… …   Dictionary of Greek

  • ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… …   Dictionary of Greek

  • Γκέινσμπορο, Τόμας — (Thomas Gainsborough, Σάντμπερι, Σάφοκ 1727 – Λονδίνο 1788). Άγγλος ζωγράφος. Με την έμφυτη χρωματική ευαισθησία του και την έντονη ερευνητική του διάθεση, δημιούργησε ένα προσωπικό λυρικό ύφος, που ήταν επηρεασμένο από τη ζωγραφική του Άντον Βαν …   Dictionary of Greek

  • Νάσιοναλ Γκάλερι — (National Gallery). Μία από τις μεγαλύτερες συλλογές ζωγραφικής του κόσμου. Στεγάζεται στην Πλατεία Τραφάλγκαρ του Λονδίνου, σ’ ένα νεοκλασικό κτίριο του αρχιτέκτονα Γουίλιαμ Γουίλκινς, το οποίο τελείωσε το 1838 και συμπληρώθηκε με διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”